- παραφυλά(γ)ω
- παραφυλάσσω και αττ. τ. παραφυλάττω, ΝΜΑνεοελλ.ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρινεοελλ.-μσν.προφυλάγω, διατηρώ κάτι με προσοχή (α. «τα παραφυλάει τα ρούχα του» β. «τὰ εἴπαμεν εἰς αλλήλους νὰ τὰ παραφυλάσσωμεν, κανεὶς νὰ μὴν τὰ μάθει», Λίβ. Ρόδ.)νεοελλ.-αρχ.παρατηρώ προσεκτικά τις κινήσεις κάποιου, παρακολουθώ κάποιον κρυφάμσν.-αρχ.φυλάγομαι από κάτι, είμαι προσεκτικόςαρχ.1. (για στρατιώτες) (ενεργ. και μέσ.) φρουρώ άγρυπνα, προσεκτικά, είμαι φρουρός, κάνω τη βάρδια μου2. καταβάλλω φροντίδες να διαφυλάξω κάτι, προσέχω μήπως...3. μέσ. παραφυλάσσομαι και παραφυλάττομαιπροσέχω, φυλάγομαι, αγρυπνώ4. υπηρετώ ως παραφύλαξ*5. μτφ. προστατεύω, υπερασπίζω («παραφυλάττοντες τὴν ἐκείνων ἐλευθερίαν», Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.